- γένετις
- γένετ-ις, ἡ, fem. of γενέτης, LXX Wi.7.12: acc.A
-τιν Aglaïas 10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-τιν Aglaïas 10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενέτις — γενέτις, η (θηλ. τού γενέτης*) (Α) η γενέτειρα* … Dictionary of Greek
γενέτης — γενέτης, ο (θηλ. γενέτις, η) (AM) 1. πρόγονος 2. στον πληθ. α) πρόγονοι β) οι γονείς αρχ. 1. ο πατέρας 2. ο δημιουργός 3. ο γιος 4. (ως επίθ. θεού) ο γενέθλιος*, ο προστάτης τού γένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ της από τη δισύλλαβη μορφή γενε (<… … Dictionary of Greek